- δαγκανιάρης
- -α, -ικο1. αυτός που έχει τάσεις να δαγκώνει2. ο σαρκαστικός, ο καυστικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δαγκανιάρης, -α, -ικο — αυτός που συνηθίζει να δαγκώνει: Δεν πηγαίνω σπίτι τους, γιατί έχουν ένα δαγκανιάρικο σκυλί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ιάρης — κατάλ. πολλών επιθ. τής Νέας Ελληνικής που χρησιμοποιούνται και ως ουσ. Σχηματίστηκε από τη σύναψη τής κατάλ. αρης* με ι , το οποίο αποσπάστηκε από το θέμα λέξεων σε ι, ια, ιο κ.τ.ό. (πρβλ. αρρωστ ι άρης, γκριν ι άρης, παιχνιδ ι άρης, χτικ ι… … Dictionary of Greek
δακνάς — δακνᾱς, ο (Α) (για ζώα) ο δαγκανιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάκνω + άς* (πρβλ. ελεάς, κατωφαγάς)] … Dictionary of Greek
δηκτικός — ή, ό (AM δηκτικός, ή, όν) [δήκτης] 1. όποιος έχει την ιδιότητα να δαγκώνει, ο δαγκανιάρης 2. αυτός που προκαλεί οδύνη, που πληγώνει (α. «δηκτικά λόγια» β. «ἀστεῑον δὴ κἀκεῑνο αὐτοῡ καὶ δηκτικὸν ἅμα») νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο δηκτικός γένος… … Dictionary of Greek